χρυσοστέφανος — η, ο / χρυσοστέφανος, ον, ΝΜΑ, και χρυσεοστέφανος, ον, Α στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι, χρυσοστεφανωμένος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσοστέφανος το φωτοστέφανο τών αγίων στις εικόνες αρχ. (για αγώνες) αυτός κατά τον οποίο δίνεται χρυσό στεφάνι… … Dictionary of Greek
χρυσοστέφανος — χρῡσοστέφανος , χρυσοστέφανος gold crowned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοστέφαν' — χρῡσοστέφανα , χρυσοστέφανος gold crowned neut nom/voc/acc pl χρῡσοστέφανε , χρυσοστέφανος gold crowned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοστέφανον — χρῡσοστέφανον , χρυσοστέφανος gold crowned masc/fem acc sg χρῡσοστέφανον , χρυσοστέφανος gold crowned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοστέπτωρ — ορός, ὁ, ἡ, Α ο χρυσοστέφανος («χρυσοστέπτορας ἄνδρας», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στέπτωρ (< στέφω) + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
χρυσοστεφάνωτος — η, ο, Ν χρυσοστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεφανώνω (πρβλ. δαφνο στεφάνωτος)] … Dictionary of Greek
χρυσοστεφανωμένος — η, ο, Ν χρυσοστέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεφανωμένος (< στεφανώνω)] … Dictionary of Greek
χρυσοστεφάνωτος — η, ο βλ. χρυσοστέφανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσοστεφάνοιο — χρῡσοστεφάνοιο , χρυσοστέφανος gold crowned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)